Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐποικτίζω
ἐποίκτιστος
ἔποικτος
ἐποιμώζω
ἐποιχνέω
ἐποίχομαι
ἐποκέλλω
ἐποκριόεις
ἐπολισθάνω
ἐπολολύζω
ἐπομβρέω
ἐπομβρία
ἔπομβρος
ἐπόμνυμι
ἐπομφάλιος
ἐπονείδιστος
ἐπονομάζω
ἐποπίζομαι
ἐποποιία
ἐποποιός
ἐποπτάω
View word page
ἐπομβρέω
ἐπομβρέω fut. ήσω to pour rain upon, Anth.

ShortDef

to pour rain upon

Debugging

Headword:
ἐπομβρέω
Headword (normalized):
ἐπομβρέω
Headword (normalized/stripped):
επομβρεω
IDX:
12958
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n12962
Key:
e)pombre/w

Data

{'content': 'ἐπομβρέω\n fut. ήσω\n to pour rain upon, Anth.', 'key': 'e)pombre/w'}