Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἔποικος
ἐποικτείρω
ἐποικτίζω
ἐποίκτιστος
ἔποικτος
ἐποιμώζω
ἐποιχνέω
ἐποίχομαι
ἐποκέλλω
ἐποκριόεις
ἐπολισθάνω
ἐπολολύζω
ἐπομβρέω
ἐπομβρία
ἔπομβρος
ἐπόμνυμι
ἐπομφάλιος
ἐπονείδιστος
ἐπονομάζω
ἐποπίζομαι
ἐποποιία
View word page
ἐπολισθάνω
ἐπολισθάνω fut. -ολισθήσω to slip or glide upon, Anth.
ShortDef
to slip
Debugging
Headword:
ἐπολισθάνω
Headword (normalized):
ἐπολισθάνω
Headword (normalized/stripped):
επολισθανω
IDX:
12956
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n12960
Key:
e)polisqa/nw
Data
{'content': 'ἐπολισθάνω\n fut. -ολισθήσω\n to slip or glide upon, Anth.', 'key': 'e)polisqa/nw'}