Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐπιωγαί
ἐπόγμιος
ἐποδύρομαι
ἐποικέω
ἐποικοδομέω
ἔποικος
ἐποικτείρω
ἐποικτίζω
ἐποίκτιστος
ἔποικτος
ἐποιμώζω
ἐποιχνέω
ἐποίχομαι
ἐποκέλλω
ἐποκριόεις
ἐπολισθάνω
ἐπολολύζω
ἐπομβρέω
ἐπομβρία
ἔπομβρος
ἐπόμνυμι
View word page
ἐποιμώζω
ἐποιμώζω fut. -οιμώξομαι to lament over, πάθει Aesch.

ShortDef

to lament over

Debugging

Headword:
ἐποιμώζω
Headword (normalized):
ἐποιμώζω
Headword (normalized/stripped):
εποιμωζω
IDX:
12951
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n12955
Key:
e)poimw/zw

Data

{'content': 'ἐποιμώζω\n fut. -οιμώξομαι\n to lament over, πάθει Aesch.', 'key': 'e)poimw/zw'}