Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐπιψύχω
ἐπιωγαί
ἐπόγμιος
ἐποδύρομαι
ἐποικέω
ἐποικοδομέω
ἔποικος
ἐποικτείρω
ἐποικτίζω
ἐποίκτιστος
ἔποικτος
ἐποιμώζω
ἐποιχνέω
ἐποίχομαι
ἐποκέλλω
ἐποκριόεις
ἐπολισθάνω
ἐπολολύζω
ἐπομβρέω
ἐπομβρία
ἔπομβρος
View word page
ἔποικτος
ἔποικτος ἔπ-οικτος, ον piteous, Aesch.

ShortDef

piteous

Debugging

Headword:
ἔποικτος
Headword (normalized):
ἔποικτος
Headword (normalized/stripped):
εποικτος
IDX:
12950
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n12954
Key:
e)/poiktos

Data

{'content': 'ἔποικτος\n ἔπ-οικτος, ον\n piteous, Aesch.', 'key': 'e)/poiktos'}