Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐπίψογος
ἐπιψύχω
ἐπιωγαί
ἐπόγμιος
ἐποδύρομαι
ἐποικέω
ἐποικοδομέω
ἔποικος
ἐποικτείρω
ἐποικτίζω
ἐποίκτιστος
ἔποικτος
ἐποιμώζω
ἐποιχνέω
ἐποίχομαι
ἐποκέλλω
ἐποκριόεις
ἐπολισθάνω
ἐπολολύζω
ἐπομβρέω
ἐπομβρία
View word page
ἐποίκτιστος
ἐποίκτιστος ἐποίκτιστος, ον pitiable, piteous, Aesch.

ShortDef

pitiable, piteous

Debugging

Headword:
ἐποίκτιστος
Headword (normalized):
ἐποίκτιστος
Headword (normalized/stripped):
εποικτιστος
IDX:
12949
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n12953
Key:
e)poi/ktistos

Data

{'content': 'ἐποίκτιστος\n ἐποίκτιστος, ον\n pitiable, piteous, Aesch.', 'key': 'e)poi/ktistos'}