Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐπιψηφίζω
ἐπίψογος
ἐπιψύχω
ἐπιωγαί
ἐπόγμιος
ἐποδύρομαι
ἐποικέω
ἐποικοδομέω
ἔποικος
ἐποικτείρω
ἐποικτίζω
ἐποίκτιστος
ἔποικτος
ἐποιμώζω
ἐποιχνέω
ἐποίχομαι
ἐποκέλλω
ἐποκριόεις
ἐπολισθάνω
ἐπολολύζω
ἐπομβρέω
View word page
ἐποικτίζω
ἐποικτίζω fut. σω to compassionate, c. acc., Soph.

ShortDef

to compassionate

Debugging

Headword:
ἐποικτίζω
Headword (normalized):
ἐποικτίζω
Headword (normalized/stripped):
εποικτιζω
IDX:
12948
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n12952
Key:
e)poikti/zw

Data

{'content': 'ἐποικτίζω\n fut. σω\n to compassionate, c. acc., Soph.', 'key': 'e)poikti/zw'}