Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐπιψηλαφάω
ἐπιψηφίζω
ἐπίψογος
ἐπιψύχω
ἐπιωγαί
ἐπόγμιος
ἐποδύρομαι
ἐποικέω
ἐποικοδομέω
ἔποικος
ἐποικτείρω
ἐποικτίζω
ἐποίκτιστος
ἔποικτος
ἐποιμώζω
ἐποιχνέω
ἐποίχομαι
ἐποκέλλω
ἐποκριόεις
ἐπολισθάνω
ἐπολολύζω
View word page
ἐποικτείρω
ἐποικτείρω to have compassion on, τινά Soph.; absol., Aesch.

ShortDef

to have compassion on

Debugging

Headword:
ἐποικτείρω
Headword (normalized):
ἐποικτείρω
Headword (normalized/stripped):
εποικτειρω
IDX:
12947
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n12951
Key:
e)poiktei/rw

Data

{'content': 'ἐποικτείρω\n to have compassion on, τινά Soph.; absol., Aesch.', 'key': 'e)poiktei/rw'}