Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἄκτιτος
ἄκτωρ
ἀκυβέρνητος
ἄκυλος
ἀκύμαντος
ἄκυμος
ἀκύμων
ἄκυρος
ἀκύρωτος
ἀκωκή
ἀκώλυτος
ἀκωμῴδητος
ἄκων
ἄκωπος
ἀλαβαρχία
ἀλαβαστοθήκη
ἀλάβαστος
ἀλάβαστρον
ἅλαδε
ἁλάδρομος
ἀλαζονεία
View word page
ἀκώλυτος
ἀκώλυτος κωλύω unhindered, Luc.: adv. -τως, Plat.
ShortDef
unhindered
Debugging
Headword:
ἀκώλυτος
Headword (normalized):
ἀκώλυτος
Headword (normalized/stripped):
ακωλυτος
IDX:
1293
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1293
Key:
a)kw/lutos
Data
{'content': 'ἀκώλυτος\n κωλύω\n unhindered, Luc.: adv. -τως, Plat.', 'key': 'a)kw/lutos'}