Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐπιχειροτονία
ἐπιχέω
ἐπιχθόνιος
ἐπιχλευάζω
ἐπιχλιαίνω
ἐπίχολος
ἐπιχορεύω
ἐπιχορηγέω
ἐπιχορηγία
ἐπιχράω
ἐπιχράω
ἐπιχράομαι
ἐπιχρέμπτομαι
ἐπίχριστος
ἐπιχρίω
ἐπίχρυσος
ἐπιχρωματίζω
ἐπιχρώννυμι
ἐπιχωρέω
ἐπιχωριάζω
ἐπιχώριος
View word page
ἐπιχράω
ἐπιχράω to lend besides, cf. ἐπικίχρημι.
ShortDef
touch
to attack, assault; (w. inf.) be eager, urge
lend besides
Debugging
Headword:
ἐπιχράω
Headword (normalized):
ἐπιχράω
Headword (normalized/stripped):
επιχραω
IDX:
12922
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n12926
Key:
e)pixra/w2
Data
{'content': 'ἐπιχράω\n to lend besides, cf. ἐπικίχρημι.', 'key': 'e)pixra/w2'}