Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐπιχειροτονέω
ἐπιχειροτονία
ἐπιχέω
ἐπιχθόνιος
ἐπιχλευάζω
ἐπιχλιαίνω
ἐπίχολος
ἐπιχορεύω
ἐπιχορηγέω
ἐπιχορηγία
ἐπιχράω
ἐπιχράω
ἐπιχράομαι
ἐπιχρέμπτομαι
ἐπίχριστος
ἐπιχρίω
ἐπίχρυσος
ἐπιχρωματίζω
ἐπιχρώννυμι
ἐπιχωρέω
ἐπιχωριάζω
View word page
ἐπιχράω
ἐπιχράω χράω only in imperf. or aor2 ἐπέχραον, aor2 ἐπέχραον to attack, assault, c. dat., Il.; μητέρι μοι μνηστῆρες ἐπέχραον beset her, Od.
ShortDef
touch
to attack, assault; (w. inf.) be eager, urge
lend besides
Debugging
Headword:
ἐπιχράω
Headword (normalized):
ἐπιχράω
Headword (normalized/stripped):
επιχραω
IDX:
12921
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n12925
Key:
e)pixra/w1
Data
{'content': 'ἐπιχράω\n χράω\n only in imperf. or aor2 ἐπέχραον,\n aor2 ἐπέχραον\n to attack, assault, c. dat., Il.; μητέρι μοι μνηστῆρες ἐπέχραον beset her, Od.', 'key': 'e)pixra/w1'}