Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐπιχείρησις
ἐπιχειρητέος
ἐπιχειρητής
ἐπίχειρον
ἐπιχειροτονέω
ἐπιχειροτονία
ἐπιχέω
ἐπιχθόνιος
ἐπιχλευάζω
ἐπιχλιαίνω
ἐπίχολος
ἐπιχορεύω
ἐπιχορηγέω
ἐπιχορηγία
ἐπιχράω
ἐπιχράω
ἐπιχράομαι
ἐπιχρέμπτομαι
ἐπίχριστος
ἐπιχρίω
ἐπίχρυσος
View word page
ἐπίχολος
ἐπίχολος ἐπί-χολος, ον χολή act. producing bile, ποίη ἐπιχολωτάτη Hdt.

ShortDef

producing bile

Debugging

Headword:
ἐπίχολος
Headword (normalized):
ἐπίχολος
Headword (normalized/stripped):
επιχολος
IDX:
12917
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n12921
Key:
e)pi/xolos

Data

{'content': 'ἐπίχολος\n ἐπί-χολος, ον\n χολή\n act. producing bile, ποίη ἐπιχολωτάτη Hdt.', 'key': 'e)pi/xolos'}