Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐπιχείρημα
ἐπιχείρησις
ἐπιχειρητέος
ἐπιχειρητής
ἐπίχειρον
ἐπιχειροτονέω
ἐπιχειροτονία
ἐπιχέω
ἐπιχθόνιος
ἐπιχλευάζω
ἐπιχλιαίνω
ἐπίχολος
ἐπιχορεύω
ἐπιχορηγέω
ἐπιχορηγία
ἐπιχράω
ἐπιχράω
ἐπιχράομαι
ἐπιχρέμπτομαι
ἐπίχριστος
ἐπιχρίω
View word page
ἐπιχλιαίνω
ἐπιχλιαίνω fut. ανῶ to warm slightly, Luc.

ShortDef

to warm slightly

Debugging

Headword:
ἐπιχλιαίνω
Headword (normalized):
ἐπιχλιαίνω
Headword (normalized/stripped):
επιχλιαινω
IDX:
12916
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n12920
Key:
e)pixliai/nw

Data

{'content': 'ἐπιχλιαίνω\n fut. ανῶ\n to warm slightly, Luc.', 'key': 'e)pixliai/nw'}