Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀκτίτης
ἄκτιτος
ἄκτωρ
ἀκυβέρνητος
ἄκυλος
ἀκύμαντος
ἄκυμος
ἀκύμων
ἄκυρος
ἀκύρωτος
ἀκωκή
ἀκώλυτος
ἀκωμῴδητος
ἄκων
ἄκωπος
ἀλαβαρχία
ἀλαβαστοθήκη
ἀλάβαστος
ἀλάβαστρον
ἅλαδε
ἁλάδρομος
View word page
ἀκωκή
ἀκωκή ἀκή I a point, Hom., etc.

ShortDef

a point

Debugging

Headword:
ἀκωκή
Headword (normalized):
ἀκωκή
Headword (normalized/stripped):
ακωκη
IDX:
1292
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1292
Key:
a)kwkh/

Data

{'content': 'ἀκωκή\n ἀκή I\n a point, Hom., etc.', 'key': 'a)kwkh/'}