Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐπιχαρίζομαι
ἐπίχαρις
ἐπιχαρίττως
ἐπίχαρμα
ἐπίχαρτος
ἐπιχειλής
ἐπιχειμάζω
ἐπιχειρέω
ἐπιχείρημα
ἐπιχείρησις
ἐπιχειρητέος
ἐπιχειρητής
ἐπίχειρον
ἐπιχειροτονέω
ἐπιχειροτονία
ἐπιχέω
ἐπιχθόνιος
ἐπιχλευάζω
ἐπιχλιαίνω
ἐπίχολος
ἐπιχορεύω
View word page
ἐπιχειρητέος
ἐπιχειρητέος verb. adj. of ἐπιχειρέω one must attempt or attack, τινί Thuc., Plat.

ShortDef

one must attempt

Debugging

Headword:
ἐπιχειρητέος
Headword (normalized):
ἐπιχειρητέος
Headword (normalized/stripped):
επιχειρητεος
IDX:
12908
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n12912
Key:
e)pixeirhte/os

Data

{'content': 'ἐπιχειρητέος\n verb. adj. of ἐπιχειρέω\n one must attempt or attack, τινί Thuc., Plat.', 'key': 'e)pixeirhte/os'}