Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀκτίς
ἀκτίτης
ἄκτιτος
ἄκτωρ
ἀκυβέρνητος
ἄκυλος
ἀκύμαντος
ἄκυμος
ἀκύμων
ἄκυρος
ἀκύρωτος
ἀκωκή
ἀκώλυτος
ἀκωμῴδητος
ἄκων
ἄκωπος
ἀλαβαρχία
ἀλαβαστοθήκη
ἀλάβαστος
ἀλάβαστρον
ἅλαδε
View word page
ἀκύρωτος
ἀκύρωτος verb. adj. of κυρόω unconfirmed, Eur.
ShortDef
unconfirmed
Debugging
Headword:
ἀκύρωτος
Headword (normalized):
ἀκύρωτος
Headword (normalized/stripped):
ακυρωτος
IDX:
1291
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1291
Key:
a)ku/rwtos
Data
{'content': 'ἀκύρωτος\n verb. adj. of κυρόω\n unconfirmed, Eur.', 'key': 'a)ku/rwtos'}