Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐπίχαλκος
ἐπιχαράσσω
ἐπιχαρής
ἐπιχαριεντίζομαι
ἐπιχαρίζομαι
ἐπίχαρις
ἐπιχαρίττως
ἐπίχαρμα
ἐπίχαρτος
ἐπιχειλής
ἐπιχειμάζω
ἐπιχειρέω
ἐπιχείρημα
ἐπιχείρησις
ἐπιχειρητέος
ἐπιχειρητής
ἐπίχειρον
ἐπιχειροτονέω
ἐπιχειροτονία
ἐπιχέω
ἐπιχθόνιος
View word page
ἐπιχειμάζω
ἐπιχειμάζω fut. σω to pass the winter at a place, Thuc.

ShortDef

to pass the winter at

Debugging

Headword:
ἐπιχειμάζω
Headword (normalized):
ἐπιχειμάζω
Headword (normalized/stripped):
επιχειμαζω
IDX:
12904
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n12908
Key:
e)pixeima/zw

Data

{'content': 'ἐπιχειμάζω\n fut. σω\n to pass the winter at a place, Thuc.', 'key': 'e)pixeima/zw'}