Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐπιχαλαζάω
ἐπιχαλάω
ἐπιχαλκεύω
ἐπίχαλκος
ἐπιχαράσσω
ἐπιχαρής
ἐπιχαριεντίζομαι
ἐπιχαρίζομαι
ἐπίχαρις
ἐπιχαρίττως
ἐπίχαρμα
ἐπίχαρτος
ἐπιχειλής
ἐπιχειμάζω
ἐπιχειρέω
ἐπιχείρημα
ἐπιχείρησις
ἐπιχειρητέος
ἐπιχειρητής
ἐπίχειρον
ἐπιχειροτονέω
View word page
ἐπίχαρμα
ἐπίχαρμα ἐπίχαρμα, ατος, τό, ἐπιχαίρω an object of malignant joy, Eur., Theocr. malignant joy, Eur.
ShortDef
an object of malignant joy
Debugging
Headword:
ἐπίχαρμα
Headword (normalized):
ἐπίχαρμα
Headword (normalized/stripped):
επιχαρμα
IDX:
12901
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n12905
Key:
e)pi/xarma
Data
{'content': 'ἐπίχαρμα\n ἐπίχαρμα, ατος, τό,\n ἐπιχαίρω\n an object of malignant joy, Eur., Theocr.\n malignant joy, Eur.', 'key': 'e)pi/xarma'}