Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἄκτητος
ἀκτινηδόν
ἄκτιος
ἀκτίς
ἀκτίτης
ἄκτιτος
ἄκτωρ
ἀκυβέρνητος
ἄκυλος
ἀκύμαντος
ἄκυμος
ἀκύμων
ἄκυρος
ἀκύρωτος
ἀκωκή
ἀκώλυτος
ἀκωμῴδητος
ἄκων
ἄκωπος
ἀλαβαρχία
ἀλαβαστοθήκη
View word page
ἄκυμος
ἄκυμος κῦμα = ἀκύμαντος, Arist., Plut., etc. tranquil, ἀκ. βίοτος Eur.

ShortDef

tranquil

Debugging

Headword:
ἄκυμος
Headword (normalized):
ἄκυμος
Headword (normalized/stripped):
ακυμος
IDX:
1288
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1288
Key:
a)/kumos

Data

{'content': 'ἄκυμος\n κῦμα\n = ἀκύμαντος, Arist., Plut., etc.\n tranquil, ἀκ. βίοτος Eur.', 'key': 'a)/kumos'}