Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐπιτύμβιος
ἐπιτύφομαι
ἐπιφαίνω
ἐπιφάνεια
ἐπιφανής
ἐπίφαντος
ἐπιφατνίδιος
ἐπιφαύσκω
ἐπιφέρω
ἐπιφημίζω
ἐπιφήμισμα
ἐπιφθάνω
ἐπιφθέγγομαι
ἐπιφθονέω
ἐπίφθονος
ἐπιφθύζω
ἐπιφιλοπονέομαι
ἐπιφλέγω
ἐπίφοβος
ἐπιφοιτάω
ἐπιφορά
View word page
ἐπιφήμισμα
ἐπιφήμισμα from ἐπιφημίζω ἐπιφήμισμα, ατος, τό, a word of ominous import, Thuc.

ShortDef

a word of ominous import

Debugging

Headword:
ἐπιφήμισμα
Headword (normalized):
ἐπιφήμισμα
Headword (normalized/stripped):
επιφημισμα
IDX:
12861
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n12865
Key:
e)pifh/misma

Data

{'content': 'ἐπιφήμισμα\n from ἐπιφημίζω\n ἐπιφήμισμα, ατος, τό,\n a word of ominous import, Thuc.', 'key': 'e)pifh/misma'}