Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐπίτριτος
ἐπιτροπαῖος
ἐπιτροπεύω
ἐπιτροπή
ἐπίτροπος
ἐπιτροχάδην
ἐπίτροχος
ἐπιτρύζω
ἐπιτρώγω
ἐπιτυγχάνω
ἐπιτυμβίδιος
ἐπιτύμβιος
ἐπιτύφομαι
ἐπιφαίνω
ἐπιφάνεια
ἐπιφανής
ἐπίφαντος
ἐπιφατνίδιος
ἐπιφαύσκω
ἐπιφέρω
ἐπιφημίζω
View word page
ἐπιτυμβίδιος
ἐπιτυμβίδιος ἐπι-τυμβίδιος, α, ον τύμβος at or over a tomb, Aesch. crested, a name given to larks, Theocr.
ShortDef
at or over a tomb
Debugging
Headword:
ἐπιτυμβίδιος
Headword (normalized):
ἐπιτυμβίδιος
Headword (normalized/stripped):
επιτυμβιδιος
IDX:
12850
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n12854
Key:
e)pitumbi/dios
Data
{'content': 'ἐπιτυμβίδιος\n ἐπι-τυμβίδιος, α, ον\n τύμβος\n at or over a tomb, Aesch.\n crested, a name given to larks, Theocr.', 'key': 'e)pitumbi/dios'}