Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐπιτριηράρχημα
ἐπίτριπτος
ἐπίτριτος
ἐπιτροπαῖος
ἐπιτροπεύω
ἐπιτροπή
ἐπίτροπος
ἐπιτροχάδην
ἐπίτροχος
ἐπιτρύζω
ἐπιτρώγω
ἐπιτυγχάνω
ἐπιτυμβίδιος
ἐπιτύμβιος
ἐπιτύφομαι
ἐπιφαίνω
ἐπιφάνεια
ἐπιφανής
ἐπίφαντος
ἐπιφατνίδιος
ἐπιφαύσκω
View word page
ἐπιτρώγω
ἐπιτρώγω fut. -τρώξομαι aor2 -έτραγον to eat with or after, Luc.

ShortDef

to eat with

Debugging

Headword:
ἐπιτρώγω
Headword (normalized):
ἐπιτρώγω
Headword (normalized/stripped):
επιτρωγω
IDX:
12848
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n12852
Key:
e)pitrw/gw

Data

{'content': 'ἐπιτρώγω\n fut. -τρώξομαι\n aor2 -έτραγον\n to eat with or after, Luc.', 'key': 'e)pitrw/gw'}