Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐπιτήδευμα
ἐπιτήδευσις
ἐπιτηδεύω
ἐπιτηδέως
ἐπίτηκτος
ἐπιτήκω
ἐπιτηρέω
ἐπιτίθημι
ἐπιτιμάω
ἐπιτίμησις
ἐπιτιμητής
ἐπιτιμήτωρ
ἐπιτιμία
ἐπιτίμιον
ἐπίτιμος
ἐπιτίτθιος
ἐπιτιτρώσκω
ἐπιτλῆναι
ἐπιτολή
ἐπιτολμάω
ἐπιτομή
View word page
ἐπιτιμητής
ἐπιτιμητής ἐπιτῑμητής, οῦ, from ἐπιτιμάω a chastiser, censurer, Aesch., Eur.

ShortDef

a chastiser, censurer

Debugging

Headword:
ἐπιτιμητής
Headword (normalized):
ἐπιτιμητής
Headword (normalized/stripped):
επιτιμητης
IDX:
12817
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n12821
Key:
e)pitimhth/s

Data

{'content': 'ἐπιτιμητής\n ἐπιτῑμητής, οῦ,\n from ἐπιτιμάω\n a chastiser, censurer, Aesch., Eur.', 'key': 'e)pitimhth/s'}