Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀκτέα
ἀκτένιστος
ἀκτέος
ἀκτέριστος
ἀκτήμων
ἀκτή
ἄκτητος
ἀκτινηδόν
ἄκτιος
ἀκτίς
ἀκτίτης
ἄκτιτος
ἄκτωρ
ἀκυβέρνητος
ἄκυλος
ἀκύμαντος
ἄκυμος
ἀκύμων
ἄκυρος
ἀκύρωτος
ἀκωκή
View word page
ἀκτίτης
ἀκτίτης ἀκτή a dweller on the coast, Anth.
ShortDef
a dweller on the coast
Debugging
Headword:
ἀκτίτης
Headword (normalized):
ἀκτίτης
Headword (normalized/stripped):
ακτιτης
IDX:
1282
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1282
Key:
a)kti/ths
Data
{'content': 'ἀκτίτης\n ἀκτή\n a dweller on the coast, Anth.', 'key': 'a)kti/ths'}