Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐπιτέχνησις
ἐπιτεχνητός
ἐπιτήδειος
ἐπιτηδειότης
ἐπιτηδές
ἐπιτήδευμα
ἐπιτήδευσις
ἐπιτηδεύω
ἐπιτηδέως
ἐπίτηκτος
ἐπιτήκω
ἐπιτηρέω
ἐπιτίθημι
ἐπιτιμάω
ἐπιτίμησις
ἐπιτιμητής
ἐπιτιμήτωρ
ἐπιτιμία
ἐπιτίμιον
ἐπίτιμος
ἐπιτίτθιος
View word page
ἐπιτήκω
ἐπιτήκω fut. ξω to melt upon, pour when melted over a thing, Hdt., Plut.
ShortDef
to melt upon, pour when melted over
Debugging
Headword:
ἐπιτήκω
Headword (normalized):
ἐπιτήκω
Headword (normalized/stripped):
επιτηκω
IDX:
12812
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n12816
Key:
e)pith/kw
Data
{'content': 'ἐπιτήκω\n fut. ξω\n to melt upon, pour when melted over a thing, Hdt., Plut.', 'key': 'e)pith/kw'}