Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐπιτεχνάομαι
ἐπιτέχνησις
ἐπιτεχνητός
ἐπιτήδειος
ἐπιτηδειότης
ἐπιτηδές
ἐπιτήδευμα
ἐπιτήδευσις
ἐπιτηδεύω
ἐπιτηδέως
ἐπίτηκτος
ἐπιτήκω
ἐπιτηρέω
ἐπιτίθημι
ἐπιτιμάω
ἐπιτίμησις
ἐπιτιμητής
ἐπιτιμήτωρ
ἐπιτιμία
ἐπιτίμιον
ἐπίτιμος
View word page
ἐπίτηκτος
ἐπίτηκτος overlaid with gold: metaph. counterfeit, Anth. from ἐπιτήκω
ShortDef
overlaid with gold
Debugging
Headword:
ἐπίτηκτος
Headword (normalized):
ἐπίτηκτος
Headword (normalized/stripped):
επιτηκτος
IDX:
12811
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n12815
Key:
e)pi/thktos
Data
{'content': 'ἐπίτηκτος\n overlaid with gold: metaph. counterfeit, Anth.\n from ἐπιτήκω', 'key': 'e)pi/thktos'}