Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐπιτελείωσις
ἐπιτελέω
ἐπιτελής
ἐπιτέλλω
ἐπιτέμνω
ἐπίτεξ
ἐπιτερπής
ἐπιτέρπομαι
ἐπιτεχνάομαι
ἐπιτέχνησις
ἐπιτεχνητός
ἐπιτήδειος
ἐπιτηδειότης
ἐπιτηδές
ἐπιτήδευμα
ἐπιτήδευσις
ἐπιτηδεύω
ἐπιτηδέως
ἐπίτηκτος
ἐπιτήκω
ἐπιτηρέω
View word page
ἐπιτεχνητός
ἐπιτεχνητός ἐπιτεχνητός, όν from ἐπιτεχνάομαι artificially made, Luc.
ShortDef
artificially made
Debugging
Headword:
ἐπιτεχνητός
Headword (normalized):
ἐπιτεχνητός
Headword (normalized/stripped):
επιτεχνητος
IDX:
12803
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n12806
Key:
e)pitexnhto/s
Data
{'content': 'ἐπιτεχνητός\n ἐπιτεχνητός, όν\n from ἐπιτεχνάομαι\n artificially made, Luc.', 'key': 'e)pitexnhto/s'}