Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐπιτελειόω
ἐπιτελείωσις
ἐπιτελέω
ἐπιτελής
ἐπιτέλλω
ἐπιτέμνω
ἐπίτεξ
ἐπιτερπής
ἐπιτέρπομαι
ἐπιτεχνάομαι
ἐπιτέχνησις
ἐπιτεχνητός
ἐπιτήδειος
ἐπιτηδειότης
ἐπιτηδές
ἐπιτήδευμα
ἐπιτήδευσις
ἐπιτηδεύω
ἐπιτηδέως
ἐπίτηκτος
ἐπιτήκω
View word page
ἐπιτέχνησις
ἐπιτέχνησις ἐπιτέχνησις, εως from ἐπιτεχνάομαι contrivance for a purpose, invention, Thuc.
ShortDef
contrivance for
Debugging
Headword:
ἐπιτέχνησις
Headword (normalized):
ἐπιτέχνησις
Headword (normalized/stripped):
επιτεχνησις
IDX:
12802
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n12805
Key:
e)pite/xnhsis
Data
{'content': 'ἐπιτέχνησις\n ἐπιτέχνησις, εως\n from ἐπιτεχνάομαι\n contrivance for a purpose, invention, Thuc.', 'key': 'e)pite/xnhsis'}