Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐπιτειχισμός
ἐπιτελειόω
ἐπιτελείωσις
ἐπιτελέω
ἐπιτελής
ἐπιτέλλω
ἐπιτέμνω
ἐπίτεξ
ἐπιτερπής
ἐπιτέρπομαι
ἐπιτεχνάομαι
ἐπιτέχνησις
ἐπιτεχνητός
ἐπιτήδειος
ἐπιτηδειότης
ἐπιτηδές
ἐπιτήδευμα
ἐπιτήδευσις
ἐπιτηδεύω
ἐπιτηδέως
ἐπίτηκτος
View word page
ἐπιτεχνάομαι
ἐπιτεχνάομαι fut. -ήσομαι from ἐπιτεχνάομαι Dep. to contrive for a purpose or to meet an emergency, to invent, Hdt. to contrive against, τί τινι Luc.

ShortDef

to contrive for

Debugging

Headword:
ἐπιτεχνάομαι
Headword (normalized):
ἐπιτεχνάομαι
Headword (normalized/stripped):
επιτεχναομαι
IDX:
12801
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n12804
Key:
e)pitexna/omai

Data

{'content': 'ἐπιτεχνάομαι\n fut. -ήσομαι\n from ἐπιτεχνάομαι\n Dep.\n to contrive for a purpose or to meet an emergency, to invent, Hdt.\n to contrive against, τί τινι Luc.', 'key': 'e)pitexna/omai'}