Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐπιτείχισμα
ἐπιτειχισμός
ἐπιτελειόω
ἐπιτελείωσις
ἐπιτελέω
ἐπιτελής
ἐπιτέλλω
ἐπιτέμνω
ἐπίτεξ
ἐπιτερπής
ἐπιτέρπομαι
ἐπιτεχνάομαι
ἐπιτέχνησις
ἐπιτεχνητός
ἐπιτήδειος
ἐπιτηδειότης
ἐπιτηδές
ἐπιτήδευμα
ἐπιτήδευσις
ἐπιτηδεύω
ἐπιτηδέως
View word page
ἐπιτέρπομαι
ἐπιτέρπομαι Pass. to rejoice or delight in a thing, c. dat., Od., Hes.
ShortDef
to rejoice
Debugging
Headword:
ἐπιτέρπομαι
Headword (normalized):
ἐπιτέρπομαι
Headword (normalized/stripped):
επιτερπομαι
IDX:
12800
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n12803
Key:
e)pite/rpomai
Data
{'content': 'ἐπιτέρπομαι\n Pass. to rejoice or delight in a thing, c. dat., Od., Hes.', 'key': 'e)pite/rpomai'}