Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐπιτείχισις
ἐπιτείχισμα
ἐπιτειχισμός
ἐπιτελειόω
ἐπιτελείωσις
ἐπιτελέω
ἐπιτελής
ἐπιτέλλω
ἐπιτέμνω
ἐπίτεξ
ἐπιτερπής
ἐπιτέρπομαι
ἐπιτεχνάομαι
ἐπιτέχνησις
ἐπιτεχνητός
ἐπιτήδειος
ἐπιτηδειότης
ἐπιτηδές
ἐπιτήδευμα
ἐπιτήδευσις
ἐπιτηδεύω
View word page
ἐπιτερπής
ἐπιτερπής ἐπι-τερπής, ές τέρπω pleasing, delightful, Hhymn., Plut.:—adv. -πῶς, Plut. devoted to pleasure, Plut.

ShortDef

pleasing, delightful

Debugging

Headword:
ἐπιτερπής
Headword (normalized):
ἐπιτερπής
Headword (normalized/stripped):
επιτερπης
IDX:
12799
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n12802
Key:
e)piterph/s

Data

{'content': 'ἐπιτερπής\n ἐπι-τερπής, ές\n τέρπω\n pleasing, delightful, Hhymn., Plut.:—adv. -πῶς, Plut.\n devoted to pleasure, Plut.', 'key': 'e)piterph/s'}