Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐπίτασις
ἐπιτάσσω
ἐπιτάφιος
ἐπιταχύνω
ἐπιτείνω
ἐπιτειχίζω
ἐπιτείχισις
ἐπιτείχισμα
ἐπιτειχισμός
ἐπιτελειόω
ἐπιτελείωσις
ἐπιτελέω
ἐπιτελής
ἐπιτέλλω
ἐπιτέμνω
ἐπίτεξ
ἐπιτερπής
ἐπιτέρπομαι
ἐπιτεχνάομαι
ἐπιτέχνησις
ἐπιτεχνητός
View word page
ἐπιτελείωσις
ἐπιτελείωσις from ἐπιτελειόω ἐπιτελείωσις, εως accomplishment, completion, Plut.

ShortDef

accomplishment, completion

Debugging

Headword:
ἐπιτελείωσις
Headword (normalized):
ἐπιτελείωσις
Headword (normalized/stripped):
επιτελειωσις
IDX:
12793
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n12796
Key:
e)pitelei/wsis

Data

{'content': 'ἐπιτελείωσις\n from ἐπιτελειόω\n ἐπιτελείωσις, εως\n accomplishment, completion, Plut.', 'key': 'e)pitelei/wsis'}