Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐπιτάρροθος
ἐπίτασις
ἐπιτάσσω
ἐπιτάφιος
ἐπιταχύνω
ἐπιτείνω
ἐπιτειχίζω
ἐπιτείχισις
ἐπιτείχισμα
ἐπιτειχισμός
ἐπιτελειόω
ἐπιτελείωσις
ἐπιτελέω
ἐπιτελής
ἐπιτέλλω
ἐπιτέμνω
ἐπίτεξ
ἐπιτερπής
ἐπιτέρπομαι
ἐπιτεχνάομαι
ἐπιτέχνησις
View word page
ἐπιτελειόω
ἐπιτελειόω fut. ώσω to complete a sacrifice, Plut.
ShortDef
to complete
Debugging
Headword:
ἐπιτελειόω
Headword (normalized):
ἐπιτελειόω
Headword (normalized/stripped):
επιτελειοω
IDX:
12792
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n12795
Key:
e)piteleio/w
Data
{'content': 'ἐπιτελειόω\n fut. ώσω\n to complete a sacrifice, Plut.', 'key': 'e)piteleio/w'}