ἐπιτειχισμός
ἐπιτειχισμός
ἐπιτειχισμός, ὁ,
from ἐπιτειχίζω
= ἐπιτείχισις, Thuc., Xen.
{
"content": "ἐπιτειχισμός\n ἐπιτειχισμός, ὁ,\n from ἐπιτειχίζω\n = ἐπιτείχισις, Thuc., Xen.",
"key": "e)piteixismo/s"
}