Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐπιταράσσω
ἐπιτάρροθος
ἐπίτασις
ἐπιτάσσω
ἐπιτάφιος
ἐπιταχύνω
ἐπιτείνω
ἐπιτειχίζω
ἐπιτείχισις
ἐπιτείχισμα
ἐπιτειχισμός
ἐπιτελειόω
ἐπιτελείωσις
ἐπιτελέω
ἐπιτελής
ἐπιτέλλω
ἐπιτέμνω
ἐπίτεξ
ἐπιτερπής
ἐπιτέρπομαι
ἐπιτεχνάομαι
View word page
ἐπιτειχισμός
ἐπιτειχισμός ἐπιτειχισμός, ὁ, from ἐπιτειχίζω = ἐπιτείχισις, Thuc., Xen.

ShortDef

the building a fort on the enemy’s frontier, the occupation of it

Debugging

Headword:
ἐπιτειχισμός
Headword (normalized):
ἐπιτειχισμός
Headword (normalized/stripped):
επιτειχισμος
IDX:
12791
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n12794
Key:
e)piteixismo/s

Data

{'content': 'ἐπιτειχισμός\n ἐπιτειχισμός, ὁ,\n from ἐπιτειχίζω\n = ἐπιτείχισις, Thuc., Xen.', 'key': 'e)piteixismo/s'}