Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐπίτακτος
ἐπιταλαιπωρέω
ἐπιτανύω
ἐπίταξις
ἐπιτάραξις
ἐπιταράσσω
ἐπιτάρροθος
ἐπίτασις
ἐπιτάσσω
ἐπιτάφιος
ἐπιταχύνω
ἐπιτείνω
ἐπιτειχίζω
ἐπιτείχισις
ἐπιτείχισμα
ἐπιτειχισμός
ἐπιτελειόω
ἐπιτελείωσις
ἐπιτελέω
ἐπιτελής
ἐπιτέλλω
View word page
ἐπιταχύνω
ἐπιταχύνω fut. υνῶ to hasten on, urge forward, Thuc.

ShortDef

to hasten on, urge forward

Debugging

Headword:
ἐπιταχύνω
Headword (normalized):
ἐπιταχύνω
Headword (normalized/stripped):
επιταχυνω
IDX:
12786
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n12789
Key:
e)pitaxu/nw

Data

{'content': 'ἐπιταχύνω\n fut. υνῶ\n to hasten on, urge forward, Thuc.', 'key': 'e)pitaxu/nw'}