Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐπίσχεσις
ἐπισχύω
ἐπίσχω
ἐπίσωτρον
ἐπίταγμα
ἐπιτακτήρ
ἐπίτακτος
ἐπιταλαιπωρέω
ἐπιτανύω
ἐπίταξις
ἐπιτάραξις
ἐπιταράσσω
ἐπιτάρροθος
ἐπίτασις
ἐπιτάσσω
ἐπιτάφιος
ἐπιταχύνω
ἐπιτείνω
ἐπιτειχίζω
ἐπιτείχισις
ἐπιτείχισμα
View word page
ἐπιτάραξις
ἐπιτάραξις ἐπιτάραξις, εως disturbance, confusion, Plat. from ἐπιτᾰράσσω

ShortDef

disturbance, confusion

Debugging

Headword:
ἐπιτάραξις
Headword (normalized):
ἐπιτάραξις
Headword (normalized/stripped):
επιταραξις
IDX:
12780
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n12783
Key:
e)pita/racis

Data

{'content': 'ἐπιτάραξις\n ἐπιτάραξις, εως\n disturbance, confusion, Plat.\n from ἐπιτᾰράσσω', 'key': 'e)pita/racis'}