Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀκρώρεια
ἀκρωτηριάζω
ἀκρωτήριον
ἀκταίνω
ἀκταῖος
ἀκτέανος
ἀκτέα
ἀκτένιστος
ἀκτέος
ἀκτέριστος
ἀκτήμων
ἀκτή
ἄκτητος
ἀκτινηδόν
ἄκτιος
ἀκτίς
ἀκτίτης
ἄκτιτος
ἄκτωρ
ἀκυβέρνητος
ἄκυλος
View word page
ἀκτήμων
ἀκτήμων κτῆμα without property, poor, χρυσοῖο in gold, Il.: absol., ἀκτ. πενία Theocr.
ShortDef
without property, poor
Debugging
Headword:
ἀκτήμων
Headword (normalized):
ἀκτήμων
Headword (normalized/stripped):
ακτημων
IDX:
1276
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1276
Key:
a)kth/mwn
Data
{'content': 'ἀκτήμων\n κτῆμα\n without property, poor, χρυσοῖο in gold, Il.: absol., ἀκτ. πενία Theocr.', 'key': 'a)kth/mwn'}