Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐπιστίλβω
ἐπίστιον
ἐπιστολάδην
ἐπιστολεύς
ἐπιστολή
ἐπιστολιμαῖος
ἐπιστόλιον
ἐπιστομίζω
ἐπιστοναχέω
ἐπιστοναχίζω
ἐπιστορέννυμι
ἐπιστρατεία
ἐπιστράτευσις
ἐπιστρατεύω
ἐπίστρεπτος
ἐπιστρεφής
ἐπιστρέφω
ἐπιστροφάδην
ἐπιστροφή
ἐπίστροφος
ἐπιστρωφάω
View word page
ἐπιστορέννυμι
ἐπιστορέννυμι fut. -στρώσω aor1 -εστόρεσα or -έστρωσα to strew or spread upon, Od. to saddle, Luc.
ShortDef
to strew
Debugging
Headword:
ἐπιστορέννυμι
Headword (normalized):
ἐπιστορέννυμι
Headword (normalized/stripped):
επιστορεννυμι
IDX:
12738
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n12741
Key:
e)pistore/nnumi
Data
{'content': 'ἐπιστορέννυμι\n fut. -στρώσω\n aor1 -εστόρεσα\n or -έστρωσα\n to strew or spread upon, Od.\n to saddle, Luc.', 'key': 'e)pistore/nnumi'}