Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀκρωνία
ἀκρωνυχία
ἀκρώνυχος
ἀκρώρεια
ἀκρωτηριάζω
ἀκρωτήριον
ἀκταίνω
ἀκταῖος
ἀκτέανος
ἀκτέα
ἀκτένιστος
ἀκτέος
ἀκτέριστος
ἀκτήμων
ἀκτή
ἄκτητος
ἀκτινηδόν
ἄκτιος
ἀκτίς
ἀκτίτης
ἄκτιτος
View word page
ἀκτένιστος
ἀκτένιστος κτενίζω uncombed, unkempt, Soph.
ShortDef
uncombed, unkempt
Debugging
Headword:
ἀκτένιστος
Headword (normalized):
ἀκτένιστος
Headword (normalized/stripped):
ακτενιστος
IDX:
1273
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1273
Key:
a)kte/nistos
Data
{'content': 'ἀκτένιστος\n κτενίζω\n uncombed, unkempt, Soph.', 'key': 'a)kte/nistos'}