Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀκρύσταλλος
ἀκρωμία
ἀκρωνία
ἀκρωνυχία
ἀκρώνυχος
ἀκρώρεια
ἀκρωτηριάζω
ἀκρωτήριον
ἀκταίνω
ἀκταῖος
ἀκτέανος
ἀκτέα
ἀκτένιστος
ἀκτέος
ἀκτέριστος
ἀκτήμων
ἀκτή
ἄκτητος
ἀκτινηδόν
ἄκτιος
ἀκτίς
View word page
ἀκτέανος
ἀκτέανος κτέανον without property, poor, τίνος in a thing, Anth.
ShortDef
without property, poor
Debugging
Headword:
ἀκτέανος
Headword (normalized):
ἀκτέανος
Headword (normalized/stripped):
ακτεανος
IDX:
1271
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1271
Key:
a)kte/anos
Data
{'content': 'ἀκτέανος\n κτέανον\n without property, poor, τίνος in a thing, Anth.', 'key': 'a)kte/anos'}