Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀγαυρός
ἀγγαρεύω
ἀγγαρήϊος
ἄγγαρος
ἀγγεῖον
ἀγγελία
ἀγγελίαρχος
ἀγγελιαφόρος
ἀγγελιώτης
ἀγγέλλω
ἄγγελμα
ἄγγελος
ἄγγος
ἀγείρω
ἀγείτων
ἀγελαῖος
ἀγελαρχέω
ἀγελάρχης
ἀγελαστί
ἀγέλαστος
ἀγελείη
View word page
ἄγγελμα
ἄγγελμα a message, tidings, news, Eur., Thuc., etc.
ShortDef
a message, tidings, news
Debugging
Headword:
ἄγγελμα
Headword (normalized):
ἄγγελμα
Headword (normalized/stripped):
αγγελμα
IDX:
127
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n127
Key:
a)/ggelma
Data
{'content': 'ἄγγελμα\n a message, tidings, news, Eur., Thuc., etc.', 'key': 'a)/ggelma'}