ἐπισμυγερός
ἐπισμυγερός
ἐπι-σμῠγερός, ά, όν
gloomy, Hes.:—adv., ἐπισμυγερῶς ἀπέτισεν sadly did he pay for it, Od.; ἐπισμυγερῶς ναυτίλλεται to his cost doth he sail, Od.
{
"content": "ἐπισμυγερός\n ἐπι-σμῠγερός, ά, όν\n gloomy, Hes.:—adv., ἐπισμυγερῶς ἀπέτισεν sadly did he pay for it, Od.; ἐπισμυγερῶς ναυτίλλεται to his cost doth he sail, Od.",
"key": "e)pismugero/s"
}