Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐπισκευάζω
ἐπισκευαστής
ἐπισκευαστός
ἐπισκευή
ἐπίσκεψις
ἐπίσκηνος
ἐπισκηνόω
ἐπισκήπτω
ἐπίσκηψις
ἐπισκιάζω
ἐπίσκιος
ἐπισκοπέω
ἐπισκοπή
ἐπισκοπία
ἐπίσκοπος
ἐπίσκοπος2
ἐπισκοτέω
ἐπισκότησις
ἐπίσκοτος
ἐπισκύζομαι
ἐπισκυθίζω
View word page
ἐπίσκιος
ἐπίσκιος ἐπί-σκιος, ον σκιά shaded, dark, obscure, Plat. act. shading, c. gen., χεὶρ ὀμμάτων ἐπίσκιος Soph.

ShortDef

shaded, dark, obscure

Debugging

Headword:
ἐπίσκιος
Headword (normalized):
ἐπίσκιος
Headword (normalized/stripped):
επισκιος
IDX:
12670
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n12673
Key:
e)pi/skios

Data

{'content': 'ἐπίσκιος\n ἐπί-σκιος, ον\n σκιά\n shaded, dark, obscure, Plat.\n act. shading, c. gen., χεὶρ ὀμμάτων ἐπίσκιος Soph.', 'key': 'e)pi/skios'}