Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐπισιμόω
ἐπισιτίζομαι
ἐπισιτισμός
ἐπισκάπτω
ἐπισκεδάννυμι
ἐπισκέλισις
ἐπισκεπτέος
ἐπισκέπτομαι
ἐπισκέπω
ἐπισκευάζω
ἐπισκευαστής
ἐπισκευαστός
ἐπισκευή
ἐπίσκεψις
ἐπίσκηνος
ἐπισκηνόω
ἐπισκήπτω
ἐπίσκηψις
ἐπισκιάζω
ἐπίσκιος
ἐπισκοπέω
View word page
ἐπισκευαστής
ἐπισκευαστής ἐπισκευαστής, οῦ, one who equips or repairs, Dem.
ShortDef
one who equips
Debugging
Headword:
ἐπισκευαστής
Headword (normalized):
ἐπισκευαστής
Headword (normalized/stripped):
επισκευαστης
IDX:
12661
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n12664
Key:
e)piskeuasth/s
Data
{'content': 'ἐπισκευαστής\n ἐπισκευαστής, οῦ,\n one who equips or repairs, Dem.', 'key': 'e)piskeuasth/s'}