Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀκροφύσιον
ἀκροχανής
ἀκροχειρίζω
ἀκροχορδών
ἄκρυπτος
ἀκρύσταλλος
ἀκρωμία
ἀκρωνία
ἀκρωνυχία
ἀκρώνυχος
ἀκρώρεια
ἀκρωτηριάζω
ἀκρωτήριον
ἀκταίνω
ἀκταῖος
ἀκτέανος
ἀκτέα
ἀκτένιστος
ἀκτέος
ἀκτέριστος
ἀκτήμων
View word page
ἀκρώρεια
ἀκρώρεια ὄρος a mountain-ridge, Xen., Theocr.

ShortDef

a mountain-ridge

Debugging

Headword:
ἀκρώρεια
Headword (normalized):
ἀκρώρεια
Headword (normalized/stripped):
ακρωρεια
IDX:
1266
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1266
Key:
a)krw/reia

Data

{'content': 'ἀκρώρεια\n ὄρος\n a mountain-ridge, Xen., Theocr.', 'key': 'a)krw/reia'}