Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀκρότομος
ἀκροφύσιον
ἀκροχανής
ἀκροχειρίζω
ἀκροχορδών
ἄκρυπτος
ἀκρύσταλλος
ἀκρωμία
ἀκρωνία
ἀκρωνυχία
ἀκρώνυχος
ἀκρώρεια
ἀκρωτηριάζω
ἀκρωτήριον
ἀκταίνω
ἀκταῖος
ἀκτέανος
ἀκτέα
ἀκτένιστος
ἀκτέος
ἀκτέριστος
View word page
ἀκρώνυχος
ἀκρώνυχος ἄκρος, ὄνυξ with nails at the extremities, χερὸς ἀκρώνυχα the tips of the fingers, Anth.
ShortDef
with nails at the extremities
Debugging
Headword:
ἀκρώνυχος
Headword (normalized):
ἀκρώνυχος
Headword (normalized/stripped):
ακρωνυχος
IDX:
1265
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1265
Key:
a)krw/nuxos
Data
{'content': 'ἀκρώνυχος\n ἄκρος, ὄνυξ\n with nails at the extremities, χερὸς ἀκρώνυχα the tips of the fingers, Anth.', 'key': 'a)krw/nuxos'}