Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐπιρρυθμίζω
ἐπιρρύομαι
ἐπίρρυτος
ἐπιρρώννυμι
ἐπιρρώομαι
ἐπίσαγμα
ἐπισάττω
ἐπίσειστος
ἐπισείω
ἐπισεύω
ἐπίσημα
ἐπισημαίνω
ἐπίσημον
ἐπίσημος
ἐπίσης
ἐπισίζω
ἐπισιμόω
ἐπισιτίζομαι
ἐπισιτισμός
ἐπισκάπτω
ἐπισκεδάννυμι
View word page
ἐπίσημα
ἐπίσημα ἐπί-σημα, ατος, τό, = ἐπίσημον, Aesch., Eur.

ShortDef

device

Debugging

Headword:
ἐπίσημα
Headword (normalized):
ἐπίσημα
Headword (normalized/stripped):
επισημα
IDX:
12645
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n12648
Key:
e)pi/shma

Data

{'content': 'ἐπίσημα\n ἐπί-σημα, ατος, τό,\n = ἐπίσημον, Aesch., Eur.', 'key': 'e)pi/shma'}