Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐπίρροθος
ἐπιρροίβδην
ἐπιρροιζέω
ἐπιρροφέω
ἐπιρρύζω
ἐπιρρυθμίζω
ἐπιρρύομαι
ἐπίρρυτος
ἐπιρρώννυμι
ἐπιρρώομαι
ἐπίσαγμα
ἐπισάττω
ἐπίσειστος
ἐπισείω
ἐπισεύω
ἐπίσημα
ἐπισημαίνω
ἐπίσημον
ἐπίσημος
ἐπίσης
ἐπισίζω
View word page
ἐπίσαγμα
ἐπίσαγμα ἐπίσαγμα, ατος, τό, a load on a beastʼs back:—metaph., τοὐπίσαγμα τοῦ νοσήματος the burden of the disease, Soph. from ἐπισάττω

ShortDef

a load on

Debugging

Headword:
ἐπίσαγμα
Headword (normalized):
ἐπίσαγμα
Headword (normalized/stripped):
επισαγμα
IDX:
12640
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n12643
Key:
e)pi/sagma

Data

{'content': 'ἐπίσαγμα\n ἐπίσαγμα, ατος, τό,\n a load on a beastʼs back:—metaph., τοὐπίσαγμα τοῦ νοσήματος the burden of the disease, Soph.\n from ἐπισάττω', 'key': 'e)pi/sagma'}