Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐπιρρήγνυμι
ἐπιρρητορεύω
ἐπίρρητος
ἐπίρρικνος
ἐπιρρίπτω
ἐπιρροή
ἐπιρροθέω
ἐπίρροθος
ἐπιρροίβδην
ἐπιρροιζέω
ἐπιρροφέω
ἐπιρρύζω
ἐπιρρυθμίζω
ἐπιρρύομαι
ἐπίρρυτος
ἐπιρρώννυμι
ἐπιρρώομαι
ἐπίσαγμα
ἐπισάττω
ἐπίσειστος
ἐπισείω
View word page
ἐπιρροφέω
ἐπιρροφέω fut. ήσω to swallow besides, Plut.

ShortDef

to swallow besides

Debugging

Headword:
ἐπιρροφέω
Headword (normalized):
ἐπιρροφέω
Headword (normalized/stripped):
επιρροφεω
IDX:
12633
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n12636
Key:
e)pirrofe/w

Data

{'content': 'ἐπιρροφέω\n fut. ήσω\n to swallow besides, Plut.', 'key': 'e)pirrofe/w'}