Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐπιρραψῳδέω
ἐπιρρέζω
ἐπιρρεπής
ἐπιρρέπω
ἐπιρρέω
ἐπιρρήγνυμι
ἐπιρρητορεύω
ἐπίρρητος
ἐπίρρικνος
ἐπιρρίπτω
ἐπιρροή
ἐπιρροθέω
ἐπίρροθος
ἐπιρροίβδην
ἐπιρροιζέω
ἐπιρροφέω
ἐπιρρύζω
ἐπιρρυθμίζω
ἐπιρρύομαι
ἐπίρρυτος
ἐπιρρώννυμι
View word page
ἐπιρροή
ἐπιρροή ἐπιρροή, ἡ, ἐπιρρέω afflux, influx, Aesch.:—metaph., ἐπ. κακῶν Eur.

ShortDef

afflux, influx

Debugging

Headword:
ἐπιρροή
Headword (normalized):
ἐπιρροή
Headword (normalized/stripped):
επιρροη
IDX:
12628
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n12631
Key:
e)pirroh/

Data

{'content': 'ἐπιρροή\n ἐπιρροή, ἡ,\n ἐπιρρέω\n afflux, influx, Aesch.:—metaph., ἐπ. κακῶν Eur.', 'key': 'e)pirroh/'}