Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀκροτελεύτιον
ἀκροτομέω
ἀκρότομος
ἀκροφύσιον
ἀκροχανής
ἀκροχειρίζω
ἀκροχορδών
ἄκρυπτος
ἀκρύσταλλος
ἀκρωμία
ἀκρωνία
ἀκρωνυχία
ἀκρώνυχος
ἀκρώρεια
ἀκρωτηριάζω
ἀκρωτήριον
ἀκταίνω
ἀκταῖος
ἀκτέανος
ἀκτέα
ἀκτένιστος
View word page
ἀκρωνία
ἀκρωνία a dub. word in Aesch., perh. = ἀκρωτηριασμός, mutilation.
ShortDef
mutilation
Debugging
Headword:
ἀκρωνία
Headword (normalized):
ἀκρωνία
Headword (normalized/stripped):
ακρωνια
IDX:
1263
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1263
Key:
a)krwni/a
Data
{'content': 'ἀκρωνία\n a dub. word in Aesch., perh. = ἀκρωτηριασμός, mutilation.', 'key': 'a)krwni/a'}